δίτιμο ψηφίο

δίτιμο ψηφίο
(διεθνώς bit). Μονάδα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ποσότητας της πληροφορίας. Η ονομασία bit προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων binary digit. Η μονάδα αυτή ορίστηκε το 1927 από τον Αμερικανό επιστήμονα Ρ. Χάρτλεϊ, ο οποίος ασχολήθηκε με τη μελέτη της ικανότητας μετάδοσης των συστημάτων επικοινωνίας. Με το δ.ψ. μπόρεσε να μετρήσει όλες τις λογικές και μαθηματικές έννοιες που είχαν δύο μορφές ή τιμές (π.χ. ναι-όχι, ρεύμα-μη ρεύμα) ή μπορούσαν να οριστούν με διαδοχικές δυαδικές προσεγγίσεις. Η μονάδα πληροφορίας μπορεί να παριστά ερωτήσεις του τύπου «ναι-όχι», που βοηθούν στην ανάλυση πιο περίπλοκων ερωτήσεων. Συνήθως χρησιμοποιούνται τα δυαδικά ψηφία 0 και 1 για να περιγράψουν καθένα από τα δύο ισοπίθανα ενδεχόμενα μίας κατάστασης. Σε δ.ψ. εκφράζεται η χωρητικότητα της μνήμης άμεσης πρόσβασης υπολογιστών καθώς και η χωρητικότητα μαγνητικών και οπτικών μέσων αποθήκευσης πληροφοριών, όπως για παράδειγμα ταινιών, δίσκων, δισκετών, CD και DVD. Επίσης σε bit μετράται το εύρος των λέξεων με τις οποίες γίνονται ταυτόχρονα πράξεις από κεντρικές μονάδες επεξεργασίας υπολογιστών (π.χ. επεξεργαστής των 32 bit). Πολλαπλάσια του bit είναι το byte, το οποίο αντιστοιχεί σε 8 bit, και το Kb που αντιστοιχεί σε 1.024 bit. Ρολόι βάρους μόλις 43 γραμμαρίων, εφοδιασμένο με μικροεπεξεργαστή 32-μπιτ, προϊόν ανάπτυξης της ΙΒΜ Ιαπωνίας και της Citizen Watch (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπιτ — I (bit). Βλ. λ. δίτιμο ψηφίο. II (beat). Βλ. λ. μπίτνικ. * * * (I) και μπίτι και ντιπ επίρρ. 1. καθόλου («δεν έχει μπιτ μυαλό») 2. εντελώς, ολότελα, εξ ολοκλήρου («είναι ντιπ βλάκας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bit]. (II) το (πληροφ.) μονάδα μέτρησης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”